- ανατίμηση
- [-ις (-εως)] η1) вздорожание, повышение цен; 2) ревальвация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανατίμηση — η το ανέβασμα της τιμής κάποιου είδους: Η ανατίμηση των ειδών συνεχίζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατίμηση — Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας ή νομισματικής ισοτιμίας, δηλαδή o επίσημος καθορισμός της αντιστοιχίας σε χρυσό ή σε ξένα συναλλάγματα, της νομισματικής μονάδας μιας χώρας. Η α. είναι το αντίθετο της υποτίμησης του νομίσματος. Όταν μία χώρα… … Dictionary of Greek
ανεβοκατεβάζω — 1. ανεβάζω και κατεβάζω συνέχεια ή διαδοχικά 2. κάνω συνεχώς ανατίμηση και υποτίμηση … Dictionary of Greek
ανθυποτιμώμαι — (Α ἀνθυποτιμῶμαι, άομαι) νεοελλ. υποτιμώμαι εκ νέου αρχ. προτείνω νέα ανατίμηση … Dictionary of Greek
στερλίνα — (sterling). Αγγλική νομισματική μονάδα. Για πολύ καιρό η σ. κατείχε στη διεθνή σκηνή προνομιούχα θέση, εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής σημασίας της Μ. Βρετανίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Εκτός του ότι ήταν το κοινό νόμισμα για τις συναλλαγές… … Dictionary of Greek
υπερτίμηση — η, Ν 1. υπερεκτίμηση, υπέρμετρη εκτίμηση 2. η αύξηση τής τιμής τών εμπορεύσιμων αγαθών, ανατίμηση 3. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου περιουσιακού στοιχείου, υπερτίμημα 4. φρ. «αυτόματη υπερτίμηση» (οικον.) κάθε ανοδική κίνηση τού επιπέδου τιμών … Dictionary of Greek
ύψωση — η / ὕψωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑψῶ / ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υψώνω, ανέγερση, σήκωμα 2. μτφ. εξύμνηση, έπαινος, εγκώμιο («αἱ ὑψώσεις τοῡ Θεοῡ ἐν λάρυγγι αὐτῶν», ΠΔ) νεοελλ. αύξηση τών τιμών, ανατίμηση νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. α) η πράξη… … Dictionary of Greek
Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… … Dictionary of Greek
ανατιμητικός — ή, ό αυτός που συντελεί ή επιδιώκει την ανατίμηση: Στην αγορά συνεχίστηκαν οι ανατιμητικές τάσεις για όλα τα είδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκορύφωση — η το φτάσιμο στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Η αγανάκτηση του λαού έφτασε στην αποκορύφωσή της με τη συνεχή ανατίμηση των ειδών πρώτης ανάγκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερτίμηση — η 1. υπερβολική εκτίμηση, υπερεκτίμηση, ανατίμηση, ύψωση της τιμής των εμπορευμάτων: Δυο φορές έγινε φέτος υπερτίμηση των παπουτσιών. 2. υπερτίμημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)